σιηγόνιον

σιηγόνιον
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. σιαγόνιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιαγόνιον — και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α [σιαγών, όνος] 1. υποκορ. τού σιαγών* 2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής 3. στον πληθ. τὰ σιαγόνια τα τμήματα τού προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ αυτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”